μεταπαυσωλή

μεταπαυσωλή
μεταπαυσωλή
rest between-whiles
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεταπαυσωλή — μεταπαυσωλή, ἡ (Α) παύση, ανάπαυλα, διακοπή («ὁππότε τις μεταπαυσωλή πολέμοιο γένηται», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + παυσωλή «ανάπαυση»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”